αμυγδαλοΘραύστης

αμυγδαλοΘραύστης
αμυγδαλοκατάκτης ο щипцы для миндаля

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αμυγδαλοΘραύστης" в других словарях:

  • αμυγδαλοθραύστης — ο όργανο με το οποίο θραύονται τα αμύγδαλα, αμυγδαλοσπάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + θραύστης < θραύω (πρβλ. καρυοθραύστης)] …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλοθραύστης — ο όργανο με το οποίο σπάζουν τα αμύγδαλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμυγδαλοκατάκτης — ἀμυγδαλοκατάκτης, ο (Α) ο αμυγδαλοθραύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυγδαλή, ον + κατάκτης < κατάγνυμι «θρυμματίζω, κατακερματίζω, κομματιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλοσπάστης — και μυγδαλοσπάστης, ο ο αμυγδαλοθραύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + σπάστης < σπω] …   Dictionary of Greek

  • αμύγδαλο — και μύγδαλο, το (Α ἀμύγδαλον) ο καρπός τής αμυγδαλιάς αρχ. το δέντρο αμυγδαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. τής λ. αμυγδάλη*. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυγδαλώδης μσν. ἀμυγδαλίτσι νεοελλ. αμυγδαλάδα, αμυγδαλάκι, αμυγδαλάτος, αμυγδαλένιος, αμυγδαλικός,… …   Dictionary of Greek

  • θραύστης — ὁ (Α θραύστης) νεοελλ. ο θραυστήρας αρχ. αυτός που θραύει, αυτός που συντρίβει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θραύω. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) κοκκοθραύστης νεοελλ. αμυγδαλοθραύστης, θαλασσοθραύστης, καρυοθραύστης, κεφαλοθραύστης, κρανιοθραύστης, κυματοθραύστης,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»